- αντιαισθητικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά ακαλαίσθητος, κακόγουστος, άσχημος: Το ντύσιμό της συνήθως είναι αντιαισθητικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντιαισθητικός — ή, ό 1. αυτός που αντιβαίνει στους κανόνες της αισθητικής, ο άσχημος 2. αυτός που δεν έχει αίσθηση του ωραίου … Dictionary of Greek
αισχρουργηματικός — ή, ό [αισχρούργημα] κακότεχνος, αντιαισθητικός … Dictionary of Greek
αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… … Dictionary of Greek